Φτηνή Ποπ για την Ελίτ
ΟΙ ΕΡΑΣΤΕΣ ΤΟΥ ΤΙΠΟΤΑ
Με χλεύασαν, γιατί δεν ήμουν σαν κι αυτούς
Σου είπαν «Βγάλε τα γυαλιά» και σε χαστούκισαν,
γιατί ζήλευαν την εφηβεία σου
Μας πήραν τα παιχνίδια μας
και τα κατέστρεψαν,
γιατί φοβούνταν τα όνειρά μας
Μας μίσησαν, γιατί μυρίζαμε αγάπη
Μας φόρεσαν το στέμμα τελικά
οι εραστές του απόλυτου τίποτα
Με δίκασαν, γιατί έβλεπα, ενώ αυτοί ήταν τυφλοί
Με μία κάμερα στο σπίτι σου σε διέσυραν,
γιατί ζήλευαν τους έρωτές σου
Μας έδειξαν τα όπλα τους
και μας απείλησαν,
γιατί τους τρόμαζε η σιωπή μας
Μας σταύρωσαν, γιατί μιλούσαμε για ειρήνη
Μας έκαναν θεούς τους τελικά
οι εραστές του απόλυτου τίποτα
Αν πνιγώ το καλοκαίρι,
πού θα είμαι το χειμώνα;
Τ’ όνειρό μου έχει παγώσει,
μα η πίστη μου ακόμα
ΤΟ ΣΠΙΤΙ
Γι’ αυτό το σπίτι ζω,
γι’ αυτόν τον έρημο τοίχο,
γι’ αυτό το δρόμο που περνάει από μέσα μου,
γι’ αυτό το χέρι που το μέλλον μου βάφει
Γι’ αυτό το πιάνο ζω,
γι’ αυτά τα κάδρα στο φθαρμένο σαλόνι
Γι’ αυτή την πόλη ζω,
γι’ αυτή την άδικη πόλη,
γι’ αυτόν τον ήλιο που αγαπώ και μισώ,
γι’ αυτό το δέντρο που τον τάφο μου θα ορίσει
Γι’ αυτά τα μάτια ζω,
γι’ αυτά τα μάτια που δακρύζουν για μένα
Γι’ αυτή τη θάλασσα ζω
Εδώ δεν έχουμε τρένα
ΧΕΙΡΑΨΙΑ / Gay Anthem for the New Millennium
Αν σου χάριζα καρδιές για να σε ρίξω στο κρεβάτι,
θα με κοιτούσες σα να σκότωσα το σκύλο σου;
Αν σ’ άφηνα κι εγώ να περιμένεις,
θα είχες για άλλον άνθρωπο τηλέφωνο;
Αν σ’ έβλεπα σαν πρόβατο που τρέφω για το Πάσχα,
θα μου καταλόγιζες χειρότερες προθέσεις;
Αν σε κερνούσα μπύρες και σ’ αγκάλιαζα στο τέλος,
αν σου μιλούσα όπως ήθελες και σού ’λεγα ό,τι ήθελες ν’ ακούσεις,
αν δεν καθόμουν με τις ώρες να ερμηνεύω τους θανάτους σου,
αν ήμουνα κωλόπαιδο, το τίποτα, ένα τέρας,
θα ήμουν άξιος μόνο χειραψίας, κυρία τάδε;
Αν ήμουνα παράσιτο (καφέδες στην πλατεία),
θα έκρυβα στο χέρι μου πληγή από χειραψία;
Μικρέ μου εφιάλτη, ποιος το ξέρει
αν αυτό το καλοκαίρι
αρνηθεί να μας χαρίσει
ό,τι έσωσε απ’ τη φύση
Αν η πάλη στα χωράφια
μας δώσει για έπαθλο αγκάθια,
αν τα όνειρά μας λιώσουν
και οι ελιές μας μάς προδώσουν
Αν οι θάλασσες καλέσουν
χίλιους φόβους για να παίξουν,
αν μας εκδικηθούν τα ζώα
κι αν τα παιδιά δεν είναι αθώα
Αν τελικά εγώ είμαι ο θύτης,
ο υπέρτατος αλήτης
που ένα άλλο καλοκαίρι
αντί φιλιού έδωσε το χέρι
Μα η απόρριψη το ξέρει
πως δεν υπάρχει κακός,
υπάρχει μόνο ένα χέρι
που μας σβήνει τη νύχτα το φως
Και ο γιατρός μου το ξέρει
πως για όλα φταίει αυτός
που ήταν για μένα ένα αστέρι,
ένας δεύτερος Χριστός
Μα η απόρριψη το ξέρει
πως δεν υπάρχει κακός,
υπάρχει μόνο ένα χέρι
που μας σβήνει τη νύχτα το φως
Κι ο ευεργέτης μου το ξέρει
πόσο με αγάπησε αυτός,
σαν αδερφός το μεσημέρι
και τη νύχτα σαν θεός
ΡΑΝΤΑΡ (Το «πλατωνικό ζήτημα» στον 21ο
αιώνα)
Αφιλότιμη μέρα,
ποιο στάχυ την παίρνει από δίπλα μου,
ποιο πηγάδι της λέει «Ξέχασέ τον!»;
Πρόστυχο βουνό,
ποιο δέντρο με σκοτώνει μέσα της,
ποιο τηλεσκόπιο της ανοίγει τα μάτια;
Αφιλότιμη νύχτα,
ποιο χέρι την παίρνει απ’ το χέρι μου,
ποιο αστέρι της λέει «Πλήγωσέ τον!»;
Πρόστυχο ραντάρ,
ποιος ήλιος με τυφλώνει μέσα της,
ποιο διαστημόπλοιο της αλλάζει τον κόσμο;
ΠΕΡΙ ΠΑΘΟΥΣ ’05
Πας ο πίνων εκ του ύδατος
τούτου διψήσει πάλιν
Ιωάννης 4:13 |
Απόψε κοιμάμαι στην πόλη
και μια σκέψη η σκέψη μου όλη,
μια λέξη,
η γλώσσα μου όλη μια λέξη
5 το πρωί,
μετά από νύχτα οδυνηρή, εφιαλτική
Ο παξινίτικος ήλιος ακόμα μου καίει το κορμί
κι αυτό το ακούραστο πάθος ακόμα μας καίει την ψυχή
ΟΧΙ ΠΙΑ
ΕΡΩΤΕΣ
Όχι πια έρωτες
Δε σ’ αγαπάω πια
και δεν ξυπνάω μέσα στον ύπνο μου για σένα
Όχι πια έρωτες
Δεν ανυπομονώ πια να σε δω
και δίπλα σου να κοιμηθώ
Όχι πια δάκρυα
Δε ζηλεύω πια
και δε θολώνω τα γυαλιά μου πια για σένα
Όχι πια θάνατοι,
όχι πια διάβασμα με ηρεμιστικά,
όχι πια ύπνοι με τηλέφωνα ανοιχτά
Όχι πια πρόστυχα μηνύματα
Όχι πια γέλια και παιχνίδια όταν είμαστε μαζί
Όχι πια μέλισσες το βράδυ,
όχι γατάκια το πρωί
Όχι πια έρωτες
Δεν ξαναλέω πια πως συνέχεια σε σκέφτομαι,
δεν ξαναλέω πια πως σ’ αγαπώ
Όχι πια έρωτες,
γιατί εσύ το ζήτησες
και δεν μπορώ παρά να το δεχτώ
Όχι πια όνειρα
Όχι πια όνειρα πως κάποτε θα ζήσουμε μαζί
Εσύ δεν είσαι πια εδώ
κι εγώ ποτέ δε θά ’μαι εκεί
ΤΩΡΑ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΧΩ ΚΑΝΕΝΑΝ
No hope - no harm
just another false alarm
Morrissey / The Smiths,
“Last Night I Dreamt that Somebody Loved Me” |
Ήταν άκυρα τα σήματα
πως όλα συνεχίζονται
και απλή παρηγοριά
πως τα πάντα συνηθίζονται
Τώρα μόνο πρώτο πρόσωπο,
τα γόνατα λυγίζουνε,
τα χέρια αχρηστεύονται,
τα χείλη απλά θυμίζουνε
Τι να το κάνω το τηλέφωνο
και τι να πω στη μάνα μου,
γιατί να ταξιδέψω,
τη ζωή μου να ξοδέψω;
Για ποιο λόγο να δακρύσω
και για ποιον να τραγουδήσω,
για ποια μάτια να είμαι όμορφος,
για ποιο σώμα δυνατός;
Ποια καλοσύνη να μισήσω
και ποιο μίσος ν’ αγαπήσω,
ποιο κρεβάτι να προδώσω,
ποια αμαρτία να δικαιώσω;
Όλα μέσα μου πεθαίνουν,
οι χαρές μου αρρωσταίνουν
και της Άνοιξης τη φύση
ποιος γιατρός θα τη νικήσει;
Ίσως δεν ήσουν κάτι πιο πάνω
από ένα γέλιο στα αστεία μου,
από μια σκέψη πριν κοιμηθώ,
από ένα δάκρυ στην κηδεία μου,
όμως η θάλασσα που πέφτω
είναι μια δίνη χωρίς εσένα
και το βουνό που ανεβαίνω
λέγεται Γολγοθάς για μένα
τώρα που δεν έχω κανέναν
ΞΑΝΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΚΑΚΟΥΣ
Ξανά με τους κακούς,
τους μίζερους και απρόσωπους
η ζωή με απομόνωσε
και νιώθω άτυχος
που πίσω μου σε αφήνω,
γλυκέ μου τύραννε,
που ο ύπνος μου ήταν ύπνος σου
Ξανά με τους κακούς,
τους φίλαυτους και είρωνες
κάθε μέρα ξοδεύομαι
και νιώθω αδικημένος
που τελικά σε χάνω,
γλυκέ μου θάνατε,
που πέθαινα όταν πέθαινες
Ξανά με τους κακούς,
ανέραστους, ζηλιάρηδες και συμπλεγματικούς
μοιράζομαι τραπέζι,
στιγματίζομαι απ’ αυτούς
Σ’ ένα προσκύνημα στα πόδια της
ζητώ παρηγοριά,
αυτής που στα 16 της
δεν ήτανε γριά
και δε μας έλεγε ανώριμους,
όταν ήμαστε παιδιά
Ξανά με τους κακούς,
υποκριτές και υπόγειους,
η ζωή με ισοπέδωσε
και είναι πάνω απ’ τις δυνάμεις μου
να σε ξαναλατρέψω,
μικρέ μου εφιάλτη,
που η ήττα μου ήταν νίκη σου
ΚΑΜΙΑ ΧΡΙΣΤΙΝΑ
Δώρα που έγιναν πέτρες
τα λόγια σου μέσα μου
και πώς θα φέρω ανώδυνα
τόσο βαριά ενοχή;
Σε αδίκησα
Εγώ που ό,τι κι αν άκουγα
για σένα μόνο μιλούσε
«Λένε πως κάθε άνθρωπος
κλέβει κάποιου την καρδιά» (1)
«Ήμουν στο κρεβάτι σου κάποτε
Δεν ήθελα να σ’ το πω» (2)
«Να πεθάνω δίπλα σου
χαρά και προνόμιο δικό μου» (3)
Όσο κι αν προσπαθείς,
δε γυρίζεις το χρόνο...
Τώρα που έγιναν βέλη
τα μάτια σου πάνω μου,
πώς να νιώσω χαρά
με τέτοιο βάρος ευθύνης;
Σε πρόδωσα
Εγώ που ό,τι κι αν έγραφα
για σένα πάντα μιλούσε
κι όλη η Ελλάδα της σκέψης μου
για σένα μόνο πονούσε
Κέρκυρα, Πάτρα, Αθήνα,
Θεσσαλονίκη, Ηράκλειο, Παξοί
Περισσότερο από σένα καμιά Χριστίνα
δε με κράτησε στη γη
Περισσότερο από σένα καμιά Χριστίνα
δε με κράτησε παιδί
(1) Mazzy Star, “Flowers in December”, Among My Swan (1996)
(2) R.E.M., “Camera”, Reckoning (1984)
(3) The Smiths, “There Is a Light that Never Goes Out”, The Queen
Is Dead (1986)
ΑΛΛΗ ΜΙΑ ΝΥΧΤΑ ΣΥΓΧΥΣΗΣ ΚΑΙ ΓΕΛΙΟΥ
(Μικρή Ασυμφωνία εις Ε Ελάσσων)
A! κύριε, κύριε
Μαλακάση,
ποιoς τελευταίος θα γελάσει;
Κώστας Καρυωτάκης, «Μικρή Ασυμφωνία
εις Α Μείζον» |
Και τι φρικτή
η μέρα που ενδίδεις,
(η μέρα που αφέθηκες κ’ ενδίδεις)
Κ. Π. Καβάφης, «Η Σατραπεία» |
Γιώργο, η νύχτα είναι ατέλειωτη απόψε
Φοβάμαι το μυαλό μου δε θ’ αντέξει
Νιώθω πως πρέπει να αρχίσουν νέοι αγώνες,
για να περάσουν τα αισθήματά μου τέτοιες πόρτες
Γιώργο, η αλήθεια των πολλών πώς με τρομάζει,
σαν φίδι εφιάλτη τη χαρά μου αγκαλιάζει
Σε μια ανδρόγυνη κατάσταση αιωρούμαι
Δεν ξέρω αν θα μπορέσω να σταθώ σωστός πατέρας
Κι αν θέλεις να μιλήσουμε για πράγματα μεγάλα,
πρέπει να υψώσουμε δεόντως του ονείρου μας τη σκάλα,
γιατί η ζωή που ζούμε δε χορταίνει με οξυγόνο,
δεν υποκλίνεται στο τίποτα, στο πρέπει και στο μόνο
Κι αν θέλεις να μιλήσουμε για πράγματα γελοία,
πρέπει να ενώσουμε κρεβάτια, μαξιλάρια και κρανία,
γιατί το χέρι μου απόψε ως τα νύχια μου πονάει
και νιώθω την καρδιά μου ν’ αγωνίζεται να πάψει να χτυπάει
Γιώργο, νυστάζω, αλλά με αγίους δεν κοιμάμαι
Αρνούμαι ν’ αφεθώ και να ενδώσω
Γιατί μπορεί να μην έχω το χρίσμα της Γαλάνη,
αλλά στο τέλος της πορείας σ’ εμένα θα φορέσουν το στεφάνι
Κι αν θέλεις να μιλήσουμε για πράγματα μεγάλα,
πρέπει να σπάσουμε τον πάγο με τις πρόζες του Κωστάλα,
γιατί η ζωή που ζούμε δε βολεύεται σε θρόνο,
στην αμαρτία υποκλίνεται, ερωτεύεται τον πόνο
Κι αν θέλεις να μιλήσουμε για πράγματα γελοία,
πρέπει να ενώσουμε κρεβάτια, μαξιλάρια και θρανία,
γιατί η νύχτα αυτή με αρνήσεις άλλης τάξεως μ’ έχει ζώσει
και τρέμω μήπως το γατάκι που ταΐζω κάποια μέρα με προδώσει
(ΕΝΑΣ) ΕΦΙΑΛΤΗΣ
Σαν κυπαρίσσια υψώνονται ψηλά τα τριαντάφυλλα
Φρικτό νεκροταφείο η αγάπη μας,
κατάρα ο έρωτάς μας
1000 αυτόχειρες στα αφτιά μου ψιθυρίζουν
«Ξέχασέ το!»
και οι ελπίδες μου ποδήλατα που πάτησαν παιδιά
1000 αυτόχειρες στα αφτιά μου ψιθυρίζουν
«Ξέχασέ το!»
και οι ελπίδες μου παιδιά που «κατά λάθος» σκότωσαν παιδιά
ΔΕΥΤΕΡΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ
Είναι βαρύ, το ξέρω, μα θα το πω ωμά:
η διαπλοκή της τέχνης την Ελλάδα κυβερνά
Τη μάζα αποκοιμίζει με σούπες εύπεπτες,
προτάσεις «εναλλακτικές», προτάσεις «έντεχνες»
Είναι τρελό, το ξέρω, και είναι έγκλημα διπλό,
είναι μια αόρατη γραβάτα που μας πνίγει το λαιμό
Μα όσο κι αν οι πόρτες που γκρεμίζονται μπροστά μας
είναι λίγες,
εμείς ζούμε τη μέγιστη ηδονή να είμαστε το γάλα μέσα στις μύγες