Όλη η Αλήθεια για τα Παιδιά του '78
ΤΟ ΜΟΝΟ ΕΓΚΛΗΜΑ
Όταν σε έφτυνα στο πρόσωπο
για τις χυδαίες και ανήθικες εμπνεύσεις σου,
ποιος να μου τό ’λεγε πως σήμερα θα ζέσταινες
με λόγια αγάπης εκλεκτά τις κρύες νύχτες μου;
Όταν για σένα έλεγα ψέματα
και σε αποκαλούσα διαφθορέα των παιδιών μου,
ποιος υπολόγιζε πως σήμερα θα ήταν
το όνομά σου χαραγμένο στο θρανίο μου;
Όταν σου φόραγα αγκάθια στα μαλλιά σου
και σε λιθοβολούσα και σε σκότωνα,
ποιος διανοούνταν πως μια μέρα θα κρεμόταν
ο θάνατός σου πάνω απ’ το κρεβάτι μου;
Ήμουν εγώ αθώος όταν σε δίκαζα,
για να σε ονομάσω εγκληματία;
Όταν ξεκίνησα να γράφω αυτό το ποίημα,
τιτλοφορούνταν ατυχώς
«Το μόνο έγκλημα είναι η υποκρισία»
Π+Μ = Κ-Μ
Ούτε για τους «ελάσσονες της επαρχίας»
Ούτε για τη ζεστασιά της χειραψίας και του χαμόγελου
Ούτε για τον συντοπίτη που με φίλησε
σχεδόν στο στόμα
Ούτε για τη θάλασσα που τρέφει τις φλέβες μου
Ούτε για το δάσος που στοιχειώνει την καρδιά μου
Ούτε για τη μυστική Εταιρεία που αθόρυβα με ανδρώνει
όταν νυχτώνει...
Δεν υποτάσσομαι· θα υπομείνω νέα μοίρα
Ό,τι είχα να πάρω απ’ την αγάπη του το πήρα
Ξανθά χαρούμενα κορίτσια εδώ πεθαίνουν
Μανάδες τα όμορφα τους ρούχα πια δεν πλένουν
Όλα όσα ζήσαμε απ’ τα δάκρυά μου βγαίνουν
Καινούριες μέρες ενοχής με περιμένουν
Ούτε για τους απόμαχους της επιβίωσης
Ούτε για το σταυρό που ακόμα κουβαλάνε
στα όνειρά τους
Ούτε για τις αμαρτίες που δικάζονται
κάτω απ’ τον ήλιο
Ούτε για τον προδότη που έχει πέσει στα γόνατα
Ούτε για την πληγή που ευλογεί τα γηρατειά του
Ούτε για τον πυρετό και το φόβο που απόψε μας ενώνει
και μας λυτρώνει...
Δε θα την ξέχναγα· όχι, δε θα γυρνούσα πίσω
Μα πώς θα μπορούσα μακριά του εγώ να ζήσω
Ξανθά χαρούμενα κορίτσια απλά αρρωσταίνουν
Για λίγες μέρες στο σχολείο δεν πηγαίνουν
Αυτά που ζήσαμε από μέσα μου δε βγαίνουν
Δώρα άλλης τάξεως εδώ με περιμένουν
ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ (ΜΑΣ) ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ
Οι τελευταίες μέρες του Αυγούστου
με βρήκαν ξαπλωμένο σε αγκάθια
Κανείς δεν υπολόγιζε πως θ’ άλλαζαν όλα
και θά ’ταν τόσο μαύρο και πικρό
το καλοκαίρι
Οι τελευταίες μέρες μαζί του
με βρήκαν μ’ ένα χέρι στο λαιμό μου
Για τους πολλούς κάτι τέτοιο δε νοείται σαν φόβος,
μα το μυαλό που ανδρώθηκε σε Απέραντα Θέρη
δεν το υποφέρει.
Όχι, δεν υποφέρει
τις τελευταίες μέρες του Αυγούστου,
τη φθίνουσα χαρά των μαθητών,
την παρακμή, την ευθύνη, τη σκληρή αλήθεια
στα τελευταία τζιτζίκια,
στο «Αίμα στο Νερό»,
στη σκοτεινή φωνή του ανταποκριτή,
στα μεσημέρια που σβήνουν,
στο σιωπηλό παιδί,
στη μυστική ζωή που ζήσαμε μαζί
Σε λίγες μέρες η βροχή θα είναι πάλι στραβή
κι εμείς για πάντα «ένα λάθος παιδί»
ΠΙΚΡΗ ΓΕΥΣΗ
Τι γαρ
γένοιτ’ αν έλκος μείζον ή φίλος κακός; Σοφοκλής, ’Αντιγόνη (651)
|
Πίσω από την πλάτη του /
μπροστά από το στήθος του
συναισθηματικά
συμβαίνουν διάφορα,
εκπεφρασμένα
ή ανομολόγητα
Η ηθική εδώ
ποτέ δεν είχε οπαδό,
μα αν κάποιος πλήρωνε,
ήμουνα πάντα εγώ
Εδώ συντελείται
κάτι αποτρόπαιο,
που αφήνει αδιάφορο
μόνο κακό γιατρό
και οι μέρες που περνάνε
δεν είναι για καλό
Τώρα την αγάπησα
και δεν αλλάζει αυτό
Το ξέρω ήμουν άδικος
(δε θα κριθώ επιεικώς)
και ακόμα σκληρότερο·
ένας φίλος κακός
που πίσω από την πλάτη του
παιχνίδι του έπαιξε,
πρώτα τον τύφλωσε
και μετά τον έκλεψε
Και πώς να μείνει
τέτοιο έγκλημα κρυφό
μεταξύ μας;
Όχι, δεν κρατιέται
τέτοιο σκάνδαλο εδώ,
μεταξύ μας
Και πώς θ’ αντέξω
να μην είναι πια κοινή
η ζωή μας,
που ήταν η μόνη μου χαρά;
ΕΔΩ ΜΙΛΑΝΕ ΓΙΑ ΛΑΤΡΕΙΑ
Εδώ μιλάνε για λατρεία,
εδώ μιλάνε για μορφές
που αποθεώνονται τη νύχτα
μέσα σε πάθη κι ενοχές
Εδώ μιλάνε για αγωνία
φυλακισμένη σε ψυχές
που ήρθαν από άλλους κόσμους
και από άλλες εποχές
Εδώ δεν είναι μια απλή επαρχία
Εδώ τη λέξη «αμαρτία»
δε θα τη βρεις στα λεξικά,
εδώ το μόνο πεπρωμένο
είναι η ζωή με μυστικά
Εδώ δεν είναι μια απλή επαρχία,
εδώ είναι οι άνθρωποι θεοί
(εδώ σταυρώνεσαι κι εσύ),
όταν ξαπλώνουν στο κρεβάτι
Τους λένε Ήλιο ή Κωνσταντίνο,
Μυρτώ ή Πετάω Χαρταετό,
Χριστίνα, Γιώργο ή Μαρ/ίτα,
Ντόριαν Γκρέι ή Χριστό
Μα όπως το φως τους σε τυφλώνει
και σε κηδεύει ζωντανό,
όταν η αλήθεια τους τελειώνει,
όλα είναι ψέματα εδώ
κι όταν ξυπνάς, ο Πρίγκηψ Κρίνος
είναι ένας βόθρος τελικά
και το θεσπέσιο όνομά του
ηχεί ανατριχιαστικά
Εδώ δεν είναι μια απλή επαρχία,
εδώ είναι όνειρο η ζωή,
εδώ κοιμήθηκες κι εσύ
Εδώ μην ελπίζεις σε κοινή ευτυχία,
εδώ είναι ο πόνος ηδονή,
εδώ πληγώθηκες κι εσύ
Εδώ δε ζητάμε μια νέα θρησκεία,
εδώ είναι οι άνθρωποι θεοί,
εδώ λατρεύτηκες κι εσύ
Εδώ δεν είναι μια απλή επαρχία
ΟΤΑΝ ΕΙΜΑΙ ΜΑΖΙ ΣΟΥ / ΟΤΑΝ ΕΙΣΑΙ ΜΑΖΙ ΜΟΥ
Όταν είμαι μαζί σου,
δεν περνάει ο χρόνος
Όταν είσαι μαζί μου,
είναι ελάχιστη η γη
Όταν είμαι μαζί σου,
δεν υπάρχουν θρησκείες
Όταν είσαι μαζί μου,
δεν υπάρχουν θεοί
Όλα είναι δικά μου
κι όλα είναι ιερά
Δεν υπάρχει ιστορία,
δεν υπάρχει φθορά
Όταν είμαι μαζί σου,
δεν υπάρχουν σχολεία
Όταν είσαι μαζί μου,
είμαι ένας σοφός
Όταν είμαι μαζί σου,
δεν υπάρχει σκοτάδι (πουθενά)
Όταν είσαι μαζί μου,
παντού σκορπίζεται φως
Όλα είναι δικά μου
κι όλα είναι ιερά
Δεν υπάρχει ιστορία,
δεν υπάρχει φθορά
Όταν είμαι μαζί σου,
μια καρδιά από νερό σκάει και βγαίνουν μωρά
και πριν κλείσει ο κύκλος,
το όνειρο γίνεται εφιάλτης κι έχει σβήσει η φωτιά
στα μαλλιά και στα ρούχα σου, γίνεται φρίκη η χαρά
και γυρνάω στην «αλήθεια» μου ξανά...
Στο λαιμό και στα χείλη μου γίνεται πίκρα η χαρά
και γυρνάω στο κρεβάτι μου ξανά...
ΠΡΩΙΝΗ ΔΙΕΡΩΤΗΣΗ (ΓΙΑ ΝΑ ΜΗΝ ΚΑΘΟΜΑΙ ΑΝΕΡΓΟΣ)
Αράχνες στο κρεβάτι μου, γυναίκες το πρωί να ψιθυρίζουν:
«Δε δουλεύει αυτός; Γιατί ξυπνάει τόσο αργά; Έχει ο πατέρας του λεφτά;»
«Μπα...»
«Η μάνα του δε λέει πολλά...»
«Εμένα ο μεγάλος έπιακε δουλειά στην A τράπεζα και ο μικρός δουλεύει εποχιακός στην πυροσβεστική· έπιακα ένα βουλευτή».
«Και ο δικός μου είναι διορισμένος στην Αθήνα, στο Υπουργείο, κι ο άλλος μόλις άνοιξε εδώ δικό του φροντιστήριο και το Πάσχα αρραβωνιάζεται και θά ’ρθουνε τα πεθερικά με τη νύφη από τα Γιάννενα, πολύ καλή οικογένεια. Δοξάζω τον Άι-Σπυρίδωνα που έβγαλα καλά παιδιά. Σπουδάσανε, τελειώσανε και το στρατιωτικό τους κανονικά το κάμανε κι αμέσως πιάκανε δουλειά· θα μεγαλώσουνε παιδιά... Με το κεφάλι του ψηλά ο κακομοίρης ο άντρας μου κι εγώ βασανιστήκαμε για να τα μεγαλώσουμε. Δε θέλουμε άλλο τίποτα· να βγάλουνε καλά παιδιά, να βγάνουνε κι αυτά λεφτά, να μη μιλάει κανείς γι’ αυτά. Και αν μας έχει ο Θεός καλά, μακάρι να δούμε και δισέγγονα και ωραία να πεθάνουμε, τι άλλο να γνωρίσουμε μετά;...»
Ξέρει κανείς πού πάω μετά;
Είναι τα μάτια μου κλειστά,
μα βλέπω πιο καλά
Μετά θα γελάω δυνατά
Μετά θα κοιμάμαι μέχρι αργά
και δε θα ξυπνάω ποτέ... |
ΧΩΡΙΣ ΕΠΙΚΛΗΣΗ
Μη μας χωρίζεις τώρα
που μάθαμε να ζούμε μαζί,
εμείς που τόσο σε αγαπήσαμε
και βάψαμε τα χείλη μας με αίμα
χωρίς να φοβηθούμε
Το όνομά σου συλλαβίζοντας,
τη μορφή σου ζωγραφίζοντας,
τα πάντα όλα στη γη τα ζήσαμε μαζί,
μα εσύ μας ξέχασες
Μη μας αφήσεις να αθετήσουμε
αιώνιας αγάπης υποσχέσεις
Μη μας αφήσεις να χαθούμε
σε απρόσωπες παρέες με φαντάσματα,
που πριν το τέλος γελάνε
Το όνομά σου συλλαβίζοντας,
τη μορφή σου ζωγραφίζοντας,
τα πάντα όλα στη γη για μας ήσουν εσύ,
εσύ που μας πρόδωσες
Μη μας αφήνεις τώρα
που κάνουμε μια νέα αρχή,
εμείς που τόσο προσπαθήσαμε
να μείνουμε παιδιά μέχρι το τέλος,
μα τώρα κάτι άλλαξε
και τ’ όνομά σου δε θυμόμαστε,
τη μορφή σου αποστρεφόμαστε,
για την αγάπη σου αμφιβάλλουμε
κι εσύ θέλεις το δάκρυ μας
Κάνε μας καχύποπτους ξανά,
κάνε το σάλιο που ανταλλάσσουμε γλυκόπικρο ξανά
Κάψε τα ρούχα του θανάτου
που ετοίμασες εσύ για όσα ζήσαμε
εμείς...
Δε σου ζητήσαμε τσιγάρο ή φωτιά
ούτε να έρθεις στο κρεβάτι μας με αγκάθια στα μαλλιά
Δε σου ζητήσαμε Αλήθεια ούτε Αγάπη ούτε λεφτά,
απλά χαθήκανε πολλά...
ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΑΓΑΠΗΘΗΚΑΝ
Εκεί που κοιμήθηκε,
εκεί που ψήθηκε σε ωραίο πυρετό
πήγα ξανά χωρίς ευαισθησία,
εγώ που ήξερα γι’ αυτόν μόνο να κλαίω,
εγώ που κράταγα γι’ αυτόν το πιο ωραίο
και γέμιζα με ελπίδες
το κρεβάτι του
Εκεί που ονειρεύτηκε,
εκεί που απεκδύθηκε το περιττό
τρέμω τώρα να πλησιάσω τόσο αδιάφορα,
εγώ που ήξερα γι’ αυτήν μόνο να κλαίω,
εγώ που ήξερα ποιο θά ’ταν το μοιραίο
και γέμιζα με αναμνήσεις
το κεφάλι της
Εκεί που αγαπήθηκαν,
εκεί τα κρεβάτια ήταν πάντα στρωμένα
όπως εγώ τα ήθελα
Εκεί που αγαπήθηκαν,
εκεί τα σεντόνια είχαν πάντα δυο όψεις
(μόνο εγώ το ήξερα)
Εκεί που τελικά ξεχάστηκαν
- από τη μια λουλούδια, ζωάκια, παιδιά
και από την άλλη τίποτα
Πώς να το πεις μετά;
Πώς ν’ αφήσεις αναμνηστικά;
ΠΑΣΧΑ ΣΤΟ ΨΥΧΙΑΤΡΕΙΟ
Πάσχα στο ψυχιατρείο
Μου λες «Η Κέρκυρα αλλάζει.
Η αδερφή σου σε παντρεύτηκε,
μα ο ανιψιός σου δε σου μοιάζει»
Κι αν σου φαίνεται αστεία
μια χειραψία με το κάγκελο,
είναι η Άνοιξη που ανθίζει στο κεφάλι,
δεν είναι επίπλαστη η χαρά που με διαβάλλει
Κι αν περπατάω με τα χέρια μου στην πλάτη
και αποκοιμιέμαι πριν ξαπλώσω στο κρεβάτι,
εδώ περνάει η λιτανεία του ενός,
εδώ δεν είναι φολκλόρ ο επιτάφιος,
όλα τα ψέματα εδώ μένουν εκτός,
εδώ δεν ανασταίνεται ο Χριστός
Πάσχα στο ψυχιατρείο
Μου λες «Το σπίτι σου αδειάζει.
Ο πατέρας σου το γύρισε
και η μάνα σου... γεράζει»
Κι αν με ρωτήσεις ποια ενοχή
θα έχει ισχύ για μένα φέτος·
ερωτεύτηκα τη φίλη του φίλου μου
και δυστυχώς με ερωτεύτηκε κι αυτή...
Κι αν η χαρά μου εξαρτάται από κάτι
που δε με νοιάζει αν είναι αλήθεια ή αυταπάτη,
και αν για κάποιους με σφραγίδα είμαι τρελός,
ως τώρα ήμουν αρκετά πιο τυχερός,
αλλά ο πόνος της ψυχής μού είναι γνωστός,
γιατί τον ζω ανελλιπώς από μικρός
1.000.000 ΧΕΙΜΩΝΕΣ (ενηλικίωση)
Πόσες υποσχέσεις στην πορεία δεν αθετήσαμε;
Πόσα λόγια αγάπης δεν ξεχάσαμε στο χτες;
Χιόνια στα μπαλκόνια μας και χιόνια στο χορτάρι
Ώρα για ποδόσφαιρο κι ο ύπνος θα μας πάρει
κάποτε κι εμάς
Είπες χίλια ψέματα και μία μόνο αλήθεια
Είπες «Η αγάπη της δεν άξιζε σε μας»
Τη φίλησα παντού όπως ο Χριστιανός το λείψανο,
μα η πίστη μου δεν έφτασε ξανά τόσο ψηλά
Σκέφτομαι το τέλος και τρομάζω και θρηνώ
Κανείς δε θα μπορούσε να το κάνει πιο σκληρό
από μένα
Τόσα άδεια πιάτα και ακόμα να χορτάσουμε
Τόσα χρόνια πέρασαν κι ακόμα να χαθούμε
Χιόνια στα κρεβάτια μας και χιόνια στις σελίδες
Κι αν πάγωσαν τα γήπεδα, ακόμα καίγονται οι κερκίδες
Φίλε μου, δεν ξέρω αν «θά ’μαι πάντα δίπλα σου,
1.000.000 χειμώνες κι αν περάσουν»
Μωρό μου, μην πιστεύεις πως «θά ’μαι πάντα δίπλα σου,
όλα τα χιόνια του ουρανού και αν μας θάψουν»
13 ΜΗΝΕΣ ΣΕ 3 ΛΕΠΤΑ
«Στο τέλος κλάμα, ποτέ χαρά»
Το μάθαμε το μάθημα
Κι ο σκοπός που γίνονται όλα
μας είναι πλεόν γνωστός
Απ’ το Θεό ως τον άνθρωπο
ποιος θά ’ναι τώρα ανάμεσα;
Τι να πω και νά ’ναι αλήθεια...
(Νομίζω πως) σ’ αγάπησα
Έφυγε το καλοκαίρι -
και οι δυο πληγωθήκαμε
Το Νοέμβρη δε θα είμαι
εκεί που ερωτευτήκαμε
Κι όλα θά ’ναι ίδια εκεί,
το μπουφάν σου στη βροχή
Κι όλα θά ’ναι ίδια εδώ,
χάπια και ποδόσφαιρο
Κι ο χειμώνας θα περάσει
«Ο ένας τον άλλο» θά ξεχάσει
Το καλοκαίρι θα έρθει πάλι,
μα ήλιο εκεί ποτέ δε θα βγάλει
Εμείς στο studio θα μπούμε
(Αλέξανδρε, πότε θα βγούμε;;...)
Εσένα ακόμα εκεί σε βλέπω,
εκεί θα ζήσεις, το προβλέπω
Κι όταν ο δίσκος μας θα βγει
(από την Ε.Μ.Ι. ή τον Περικλή),
εσύ θα λάβεις ένα δέμα
(αχ, νά ’τανε το τέλος ψέμα)
«Μωράκι, έκανα Aura-Soma
Μωρό, σε σκέφτομαι ακόμα»
ΗΤΑΝ ΟΛΑ ΑΠΟΦΑΣΙΣΜΕΝΑ
Ήταν όλα αποφασισμένα
Οι φρικτές καθυστερήσεις
και τα δάκρυα στο τηλέφωνο
Τα αίματα στα χέρια της μικρής μου,
που ίσως ποτέ δε βρω το θάρρος να της πω
πως ήταν όλα αποφασισμένα
(και πως την αγαπούσα από μωρό)
Το κλάμα το πρωί στο σφαιριστήριο
Τα γράμματα που κάηκαν στο βουνό
Αυτός που νίκησε για πάντα
το συνονόματο του
Αυτός που δεν τολμήθηκε ποτέ να συγκριθεί
Ότι θα τον λατρέψω, αλλά θα ντρέπομαι
να λέω στους κακούς πως είναι φίλος μου
Ήταν όλα προδιαγεγραμμένα
και ευλογημένα τα γονίδια της τεμπελιάς
που μας προσήψαν οι μανάδες μας κι εμάς
Και η ομορφιά και η τέχνη και η ελπίδα
πιο δυνατές απ’ τα δολάρια στα μάτια
κι απ’ την αγάπη που δεν ξέρει να προδίδει,
αλλά εκδικείται όταν πονά
Ήταν όλα καλά μεθοδευμένα
Να γελάσει η κριτής νεαρών ποιητών
όταν της πω ότι την πρόδωσα στον ύπνο μου
και ύστερα κρεμάστηκα προς τέρψη φοιτητών
Να κλάψει όταν μάθει πως πεινάω
και πως χυδαίοι φρουροί
διψούν για το αίμα μου,
μέσα στο καλοκαίρι, με υποκλίσεις
και συμβόλαια
και υποσχέσεις για χρόνια φωτεινά
και εγκαρτέρηση
μέσα σε κατακόμβες νέων χωρών
χωρίς συμπόνια
Ήταν όλα αποφασισμένα
Ο «θάνατος» το ’97
Μια νέα ζωή μέσα στα μάτια του μετά
Ήταν όλα επιμελώς μελετημένα
- και τρέμω όταν το σκέφτομαι -
να γίνουν όπως θέλαμε να γίνουν τελικά
Μα πριν μας πέσουν τα μαλλιά
να κάνουμε κάτι μαζί ξανά
ΑΠΟΛΟΓΙΣΜΟΙ
Είναι στιγμές που νιώθω
το τέλος του κόσμου να πλησιάζει
και σφίγγω την καρδιά μου για απολογισμούς,
για λίστες με όλα όσα με σημάδεψαν ως τώρα
και όλα όσα αγάπησα
αξιολογικά, σαν λίστες με τους δίσκους της χρονιάς
Είναι στιγμές που νιώθω άτυχος
που φέρω το φορτίο του τέλους όλων
και πρέπει να θρηνήσω αιώνες που πεθαίνουν
και όλα όσα πάνε μέσα τους χαμένα
μαζί με μένα
Είναι στιγμές που μας πνίγει η οργή
που όλοι εμείς ξυπνάμε το πρωί με ένα βάρος
Είμαστε τα παιδιά της άπληστης γενιάς
και σαν το μήλο το χάρτινο οι ελπίδες μας
στα χέρια των ανθρώπων που σκότωσαν την Τέχνη,
στα χέρια των ανθρώπων που κατέστρεψαν το μέλλον μας
Είναι στιγμές που τρελαίνομαι, γιαγιά
Είναι στιγμές που τρέμω γι’ αυτόν τον κόσμο όταν θα λείπεις