Απλές Ασκήσεις στον Υπαρξισμό
ΟΤΑΝ ΕΡΧΟΝΤΑΙ ΟΙ ΤΕΚΤΟΝΕΣ
Τρίζουν τα τζάμια και σκίζονται οι κουρτίνες
και κόβονται τα αστεία, όταν έρχονται οι τέκτονες.
Λεβητοστάσια και κλίβανοι ανάβουν
(σ’ αυτούς τους κόλπους δεν εντάσσονται μικρόβια),
να εναποθέσουν τα μπουφάν και τα παλτά τους
-μα αυτή που λάμπει είναι η μορφή της καθαρίστριας,
σ’ αυτήν θα κλείσουνε το μάτι από ψηλά
ο Εωσφόρος, ο Χριστός κι ο Καποδίστριας-,
για να περάσουν στα ενδότερα της Γνώσης,
όπου υποβόσκει το γελοίο και το μυστήριο
(θα πιουν ακόμα ένα μικρό απεριτίφ
και θα τα πουν, μέχρι να έρθουν οι ποδιές από το καθαριστήριο).
Τρέμουν τα φώτα και πέφτουν οι σοβάδες
και παγώνουν τα χαμόγελα, όταν έρχονται οι τέκτονες.
Αμφιβολία δεν υπάρχει στον αέρα
(σ’ αυτούς τους κόλπους δεν εντάσσονται οι σε σύγχυση)·
διαβήτης, γνώμονας, κρανίο και οστά,
Α + Β = Γ - Δ.
Ο Πλάτων παίρνει τον Φεραίο αγκαλιά,
μα δεν αντέχει άλλο βάρος η καρέκλα...
Στην κορυφή της Πυραμίδας μοναξιά
και ιεραρχία ως την παγκόσμια βλακεία.
Κι αν πάνθ’ ορά ο Παντεπόπτης Οφθαλμός,
είναι οι λεπτομέρειες σκοτεινές και δίνουν αίγλη στην ιεροτελεστία.
ΤΑ ΒΡΑΔΙΑ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ
«Κουβαλάμε ένα σταυρό,
και από πάνω μάς πετάνε και πέτρες»
Γ.Α.Π., 03.11.11 |
Western values mean nothing to her
The Pop Group, “She Is Beyond Good and Evil”
|
Ήταν ωραία τα βράδια της κρίσης
που έμενες εκεί·
μέσα στα παραπήγματα
κοιμόμαστε μαζί
και το κανάλι της Βουλής όλη νύχτα
έπαιζε Παραφράσεις του Liszt
μέχρι ν’ αρχίσει το requiem
της κυβέρνησης.
Μαζί τα φάγαμε απ’ τον κώλο, μωρό μου -
δεν έχεις παράπονο.
Θα σε ξανάβρω στους μπαξέδες μια μέρα,
μα το χώμα θά ’ναι άγονο...
Θα κλαίμε ακόμα τις αξίες της Δύσης
μία-μία,
μα ο κύκλος είχε προ αιώνων κλείσει
για τη δημοκρατία...
Ήταν βαρύς ο σταυρός του Υιού σου
κι εσύ, Πατέρα, νεκρός·
κι αν ήσουν υπεράνθρωπος,
όχι, δεν ήσουνα θεός...
Κι αν, όπως φαίνεται, μέχρι το τέλος
θα πλανηθούμε μοναχοί,
λεφτά υπάρχουν - δεν υπάρχουν,
ποτέ δε θά ’μαστε φτωχοί.
Ήταν ωραία τα βράδια της κρίσης
που έμενες εκεί·
στη διαπραγμάτευση του χρέους
το μέτρο ήσουν εσύ.
Σιγά μην κλάψω τις αξίες της Δύσης,
σιγά μη φοβηθώ,
κάτω από το πάπλωμα
ο κόσμος σου είμαι εγώ...
ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΗΜΟΥΝ ΜΟΝΟΣ ΤΕΛΙΚΑ
Όλα ξεκίνησαν για πλάκα
το καλοκαίρι του ’7.
Ήταν, αλήθεια, τα καλύτερά σου χρόνια,
αυτά που χάνονται μετά...
Είπαν πως είσαι η αγάπη,
μα δε σε ξέρανε καλά·
οι συνιστώσες σου καλύπτουν ένα χώρο
απ’ το υπερπέραν στα σκατά.
Είδα στον ύπνο μου ξανά τον Παναγιώτη
να ανακοινώνει πικραμένος τη δραχμή
κι ένιωσα τρόμο, αρκουδάκια να με τρώνε,
μα πίσω απ’ όλα -δεν το κρύβω- μια ηδονή.
Όσο κι αν πένθησα για σένα,
ακόμα κάτι δεν ξεχνώ,
κι αυτός ο φόβος μήπως χάσω το παιχνίδι
ακόμα με κρατάει εδώ...
Το τέλος είχε πάντα τιμωρία
η υπεροψία της χαράς,
μα όσο κι αν έκλαψα, κι αν είπα πως πεθαίνω,
ποτέ δεν ήμουν μόνος τελικά.
ΧΩΡΙΣΤΟΣ ΒΙΟΣ
Όχι, δε θά ’χουμε εκπλήξεις πια,
τώρα όλα θα κυλήσουν ομαλά.
«Αναζωπύρωση», μια λέξη που θα πρέπει να ξεχάσουμε.
Πόσες φορές «θα περάσει κι αυτό»;
Όλη η ζωή μου ένα σκληρό πορνό,
μία θητεία στην απόγνωση γεμάτη απωθημένα κι εκκρεμότητες.
Όχι, δε θέλω τίποτα να θυμηθώ,
τον χόρτασα τον αποχωρισμό.
Υποχωρήσεις πάνω απ’ τον εγωισμό δεν είναι πια η κλίση μου·
τίποτα πια δε θα δεχτώ.
Δεν έχω πια καμία προσδοκία,
παρήλθε και η σταυρική ηλικία·
πάνω στη γύμνια συντελέστηκε η άνοδος και η πτώση μου.
Όσες καρδιές κι αν στο κουτάκι μου βρω,
το τέλος θά ’ναι πάντα οδυνηρό·
ένα παιχνίδι είναι η ζωή, που όμως στο τέλος όλοι χάνουμε...
Όχι, δε θέλω τίποτα να θυμηθώ,
τον χόρτασα τον αποχωρισμό.
Απλές ασκήσεις στον υπαρξισμό μού άφησες και έφυγες (δεν ήξερες),
μα να τις λύσω αδυνατώ...
Γράφω «Τα πάντα είναι προσωρινά»,
μα δεν πιστεύω ούτε σε μένα πια...
Κάθε φορά που σε θυμάμαι κάνω κι ένα ακόμα βήμα προς το θάνατο.
Ο ΔΡΟΜΟΣ ΜΟΥ ΓΙΑ ΣΕΝΑ
Το προσύμφωνο υπεγράφη και το μόνο που απομένει είναι να φανούν από την πλευρά του πρίγκιπα τα 20 εκατ. ευρώ που έχει δεσμευτεί ότι θα βάλει με το που θα αναλάβει την ΠΑΕ. Πώς θα γίνει κάτι τέτοιο; Είτε με τη μορφή της εγγυητικής τράπεζας είτε μέσω αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας.
(naftemporiki.gr, 02.11.11) |
Δεν ξέρω αν θα ήθελα να υπάρχεις·
τη μια φοβάμαι εσένα και την άλλη το κενό.
Είχα μια ελπίδα πως για όλα φταίει το καλοκαίρι,
μα μέσα μου το αγκάθι σου γίνεται όλο και πιο αιχμηρό με τον καιρό.
Οι φίλοι εκπλήσσονται που ακόμα επιμένω
και λένε πως το κάνω μόνο από εγωισμό.
Μ’ αυτά που έγραψες στον Τοίχο σου γελάνε,
μα αυτή η αφέλεια για μένα ορίζει τον ερωτισμό.
Ατέλειωτος ο δρόμος μου για σένα
κι από τους θάμνους εμφανίζονται σπαθιά·
θα μείνει ο πόνος τελικά να σε θυμίζει
ή το λευκό σκουφάκι που είχες στα μαλλιά;
Το ξέρω πως κολλάω μέσα στο βάλτο,
μα όποτε κάνω να ξεφύγω μπλέκομαι μέσα σε κλαδιά,
κι εκεί που λέω «Ως εδώ, τα παρατάω»,
ένα στρουμφάκι που σου μοιάζει με σημαδεύει στην καρδιά.
Μέσα στο χάος που μας χωρίζει αιωρούμαι,
κλείνω τα μάτια μου και βλέπω εμένα δίπλα στο Θεό,
μα, όπως γυρνάει η σελίδα του βιβλίου,
χάνω τον έλεγχο και πέφτω ξανά μες στον ορυμαγδό.
Κι αν ίσως τώρα χαίρομαι που φεύγεις όπως φεύγεις,
που χάνεσαι μέσα στα Χριστούγεννα
κι αφήνεις μόνο τ’ όνομά σου αποτύπωμα στο χιόνι,
θα σβήσει άραγε κι αυτό τη νέα χρονιά;...
Τα περιθώρια στενεύουν και αρχίζω να πιστεύω
πως θα χαθείς για πάντα και ποτέ δε θα σε ξαναδώ...
Δεν ξέρω αλήθεια, αν ενέδιδες, για πόσο θά ’χα αντέξει,
μα το προσύμφωνο υπεγράφη και οι πλαστές εγγυητικές ήταν εδώ...
ΧΑΔΙΑ
Χάρτες στο συρτάρι
κρύβουν αναμνήσεις,
παλεύω να διασώσω
αυτά που θες να σβήσεις.
Είχες πει θυμάμαι
πως μέσα στο δικό σου σώμα
θα πάψω να είμαι θνητός.
Μα τώρα κάτω απ’ το κρεβάτι
εκκολάπτονται κρίσεις,
τι κι αν συνεδριάζεις
πώς θα τις αφανίσεις.
Δεν είναι πως δεν θέλω
ένα δικό σου χάδι,
μα κάποιοι δεν ζητάνε χάδια
κι ας ζούνε στο σκοτάδι.
Πάνω απ’ το σημάδι
υπόγειος πάλι πόνος,
έμεινε η ελπίδα
άνθη να σπείρει ο χρόνος.
Έλεγες θυμάμαι
πως μέσα στη δική μας νύχτα
γεννιέται αστείρευτο φως...
Μα τώρα νέες παραισθήσεις
τα βλέφαρα γέρνουν
και ενώ εδώ χαράζει
πάλι τη νύχτα φέρνουν.
Δεν είναι πως δεν θέλω
ένα δικό σου χάδι,
μα κάποιοι δεν ζητάνε χάδια
κι ας ζούνε στο σκοτάδι.
ΜΙΑ ΑΝΟΙΧΤΗ ΠΛΗΓΗ
«Το όχι είναι καύλα»
Μ. Καλοδήμου |
Πώς το παρεξηγώ αυτό το μωρό
κάθε φορά που γίνεται αναβλητικό
και πώς το χρησιμοποιώ
κάθε φορά που βάζω στο μυαλό μου το κακό...
Αχ, πόσο ζω στο πρόσωπό του
τον πιο σκληρό ρομαντισμό...
Πως το θέλω εδώ θέλω να του πω
κάθε φορά που μιλάμε στο τηλέφωνο.
Κι αν μου αντισταθεί
θα μ’ αναγκάσει να του πως τ’ αγαπώ, κι ας μην το εννοώ.
Αχ, πόσο ζω στο πρόσωπό του
το ψέμα σαν αληθινό...
Κι αναρωτιέμαι αν πρέπει ξανά να αφεθώ
να πέσω στην παγίδα σου - το ξέρεις πως μπορώ...
Κι αναρωτιέμαι αν τώρα πρέπει και πάλι να αφεθώ
ή να σε ρίξω στην παγίδα μου εγώ.
Πώς το ταλαιπωρώ αυτό το μωρό...
Δεν είναι σωστό, μα δε μπορώ να αντισταθώ...
Και δεν υπάρχει διαφυγή,
παρά στη σκέψη μόνο πως κι αυτό ακόμα με ταλαιπωρεί
και είμαστε ο ένας για τον άλλο
μια ανοιχτή πληγή.
ΠΕΝΘΟΣ ΓΙΑ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ(;) ή ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΩΡΕΣ ή Τ’ ΑΠΟΜΕΙΝΑΡΙΑ ΜΙΑΣ ΣΧΕΣΕΩΣ
Του καλοκαιριού ο απόηχος,
οι τελευταίες ώρες πριν φύγει,
οι στιγμές που μένουμε αμίλητοι
μέχρι να έρθει το ταξί
(αχ, το βουνό νά ’πεφτε πάνω μου...)
Του μεσημεριού η παραίτηση
Τα πράγματα σκοτώνουν μαζεμένα
Είναι νεκρό το φιλί αυτές τις ώρες
Κι όταν πλησιάζει το ταξί,
πες μου πώς να κρύψω το δάκρυ,
όταν ωρύονται στο κεφάλι μου...
...οι ίδιες πάλι μαύρες φυσαρμόνικες
τα μεταλλόφωνα της θλίψης,
τα ηλεκτρονικά τερτίπια της αμηχανίας,
η Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας
Του γυμνού κορμιού η απόλαυση,
οι τελευταίοι ψίθυροι στο αφτί μου
Είναι πληγή που δεν κλείνει αυτή η ανάμνηση
Με το μαχαίρι του ψωμιού
θα κοπώ για να κρύψω το δάκρυ.
Ο ΣΑΤΑΝΑΣ ΤΗΣ ΓΕΙΤΟΝΙΑΣ
Ο Σατανάς της γειτονιάς
ήτανε όμορφος σαν άγγελος,
τρομακτικός όπως ο κάθε εκπεπτωκώς,
απ’ το σκοτάδι ερχόταν, μα έφερνε το φως.
Δεν είχε τίποτα που δεν είχε ο Θεός,
μα ήταν άνθρωπος.
Μαζί πετούσαμε στον ύπνο μας συχνά
πάνω απ’ τα σπίτια και τ’ αυτοκίνητα·
έπαιρνα δύναμη από τη δύναμή του,
κι εγώ γινόμουνα μικρός θεός μαζί του.
Κι όλοι τα μάτια του έτρεμαν
που έβγαζαν φωτιές,
τα εφηβικά τα στήθη, τα δηλητηριώδη
(το δέρμα του άλλαζε, αφού),
τα χείλη τα σαρκώδη.
Ο Σατανάς της γειτονιάς
ήτανε άπιαστος σαν όνειρο.
Ποτέ δεν ήταν συνειδώς στα εγκλήματά του,
γι’ αυτό ακολούθησα κι εγώ τα βήματά του.
Πάνω του έφερε της Άνοιξης το φως,
μάλιστα κάποιοι είπαν πως ήταν ο Χριστός...
Μαζί πετούσαμε στον ύπνο μας συχνά
κι ήταν μαγεία η γειτονιά από ψηλά
και ένας βόμβος που αντηχούσε στο κενό
έκανε ακόμα πιο σκληρό τον ουρανό.
Κι όλοι τα μάτια έκλειναν
και κράταγαν τ’ αφτιά,
να μην ακούνε, να μη βλέπουν, να μην ξέρουν,
να μην πιστέψουν τελικά
πως όλοι εδώ υποφέρουν.
ΖΕΣΤΑΣΙΑ ΠΡΙΝ ΤΟ ΤΕΛΟΣ
Ζεστασιά πριν το τέλος,
μ’ ένα ξίφος στον ώμο,
που δικάζει το νόμο
και είναι εδώ από παλιά.
Ζεστασιά πριν το τέλος,
με μια σφαίρα στην πλάτη
στο ωραία στρωμένο κρεβάτι
και χιλιάδες φιλιά.
Θά ’μαι εκεί, μη μου σβήσετε το φως,
θά ’ναι σύντομα στο πλάι μου κι Αυτός·
το κουδούνι θα χτυπήσει το πρωί,
θα πληρώσει και θα φύγουμε μαζί.
Ζεστασιά πριν το τέλος,
στη βαθιά πολυθρόνα,
στο μεγάλο γραφείο
που ακόμα με θάλπει.
Ζεστασιά πριν το τέλος,
μ’ ένα αόρατο χέρι
να ψηφίζει εμένα
στην αιώνια κάλπη.
ΣΥΜΦΙΛΙΩΣΗ
Ρωσίδα solist γλυκαίνει τον ύπνο μου
κι όπως γυρίζει σελίδα και χάνει το μέτρο,
νιώθω τη γη να ραγίζει, το κρεβάτι μου
να χάνεται σε βάθη ονειρικά
και τον Πέτρο να Σ’ αρνείται για τρίτη φορά·
νύχτα Μεγάλης Δευτέρας -
τα νύχια μιας ακόμα μέρας με σημάδεψαν.
Αυτό το βιολί το θεό του έχει χάσει -
Βασιλιά της Ειρήνης, που εξέπεσες,
μ’ ένα πιάνο γλυκό δώσε στον κόσμο σκοπό·
παιδιά σε ουρές περιμένουν για συμφιλίωση.
Εχθρέ μου, αν ζεις, έλα και φίλα με!
Δεν είσαι κακός και το ξέρω,
απλά μια πίστη σε τύφλωσε
και σ’ ένα τέτοιο επίπεδο δε νοείται συζήτηση
(σ’ ένα τέτοιο επίπεδο δεν υπάρχει συζήτηση).
Περιμένω μια μέρα να γευτώ την αγάπη σου.
Η ΠΑΛΑΙΟΤΗΤΑ
Την ακύρωσα στον ύπνο μου,
διερωτήθηκα πάνω στο ρόλο της
και στην αξία της στη ζωή μου.
Στο δρόμο για το σπίτι της
της είπα πως αποκοιμήθηκα
και τελικά το σκέφτηκα
και είπα, δεν υπάρχει πλέον λόγος...
Την ακύρωσα στο μπάνιο,
στα πλακάκια, πάνω στο καλοριφέρ,
έκοψα τα καλώδια, την απέβαλα.
ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΜΕ ΑΝΑΣΤΡΟΦΟ ΜΗΝΥΜΑ
Όλα θα τελειώσουν όπως άρχισαν,
ανάστροφα θα παίξει το τραγούδι,
εσύ θα ξαναμπείς μέσα στην τούρτα μου,
μα δε θ’ ανάψουνε ποτέ πια τα κεριά...
Το μήνυμα θα μείνει στην ασάφεια,
ποτέ μου δε θα μάθω τι εννοούσες τελικά.
Θα πάρει ψήφο εμπιστοσύνης η αγάπη σου,
για να παραιτηθεί την άλλη μέρα «ξαφνικά».
Οι μέρες θα μετρήσουνε αντίστροφα
κι η σημειολογία θα χαθεί στο καλοκαίρι.
Με τι καρδιά θα περιμένω αυτή την άνοιξη
για τελευταία φορά κοντά μου να σε φέρει;...
...κι όλα να τελειώσουν όπως άρχισαν,
να εξατμιστούν στο χάος τα λουλούδια απ’ τα μαλλιά σου,
για πάντα να χωρίσουνε τα χέρια μας,
για πάντα να ξεχάσω τ’ όνομά σου.